- ανηολόγητος
- -η, -οαυτός που δεν είναι γραμμένος στο νηολόγιο κάποιου λιμεναρχείου: Το καΐκι ήταν ακόμη ανηολόγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανηολόγητος — η, ο (για πλοία) αυτός που δεν είναι νηολογημένος, γραμμένος στο νηολόγιο ενός λιμανιού … Dictionary of Greek